Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤ. ΡΩΜΥΛΙΑΣ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΜΙΛΙΑΣ ΠΑΝ. ΜΠΟΣΝΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ ΣΤΟΝ Ο.Η.Ε. ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

TA ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗΣ ΑΓΧΙΑΛΟΥ
(30 ΙΟΥΛΙΟΥ 1906)

Του Παναγιώτη Μποσνάκη
Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας
Παν/μίου Μισσούρι, ΗΠΑ

Η Αγχίαλος υπήρξε μία από τις αρχαιότερες ελληνικές πόλεις του Ευξείνου Πόντου κτισμένη στο βόρειο άκρο του κόλπου του Πύργου (σημερινού Μπουργκάς). Ιδρύθηκε κατά τον 5ο ή 4ο αιώνα π. Χ από την γειτονική Απολλωνία, την μετέπειτα ονομασθείσα Σωζόπολη, πόλη των Μιλησίων. Ονομάστηκε Αγχίαλος (κατά το αγχι-άλς, αλος) γιατί περιβάλλεται και από τις τρεις πλευρές της από θάλασσα. Παραδοσιακά ελληνική ναυτική και αμπελουργική πόλη με σήμα της πόλεως μίαν αρχαία τριήρη (ιωνική προφανώς). Τα δε εδάφη της μέχρι και σήμερα παράγουν ίσως τα νοστιμώτερα σταφύλια του Ευξείνου πόντου και το παραδοσιακό κρασί και την ρακί, ενός από τα καλύτερα κονιάκ στην Ευρώπη με την σημερινή εμπορική ετικέττα Πλίσκα.
Η πόλη αυτή διατηρεί τον ελληνικό της χαρακτήρα μέχρι και σήμερα (το 50% του πληθυσμού παραμένουν Ελληνες και μιλούν την ελληνική γλώσσα) παρά τις δοκιμασίες και τους διωγμούς εκ μέρους των εθνικιστικών Βουλγαρικών κύκλων που κορυφώθηκαν με τα γεγονότα του ολοκαυτώματος του 1906. Ο αρχικός πληθυσμός της αρχαίας πόλης ήταν ιωνικής προέλευσης και αργότερα κυρίως κατά την Ρωμαική εποχή έχουμε και προσμίξεις από άλλες περιοχές όπως την Βόρεια Θράκη και άλλες γειτονικές περιοχές. Στον 1ο μ. Χ αιώνα την βρίσκουμε να ανήκει στο βασίλειο των Οδρυσσών. Κυρίως τότε μεταναστεύουν τα πρώτα Θρακικά φύλλα. Το 45 μ.Χ γίνεται μέρος της Ρωμαϊκής Θράκης και γνωρίζει περίοδο οικονομικής άνθησης. Αποκτά μεγάλη περιφέρεια και γίνεται το κυριότερο λιμάνι της Θράκης.
Στα μέσα του 3ου αιώνα η πρόοδος της πόλης ανακόπτεται εξαιτίας εκτεταμένων επιδρομών από το Βορρά. Στα 270 μ.Χ την καταλαμβάνουν οι Γότθοι. Στα 294 μ.Χ. περνάει στα χέρια των Βυζαντινών. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναβιώνουν προσωρινά την αίγλη της, ενώ η εγγύτητα στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη ανέδειξε την Αγχίαλο σε σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο. Τον 5ο με 6ο αιώνα, η Αγχίαλος γίνεται έδρα Αρχιεπισκοπής. Δικαιώνοντας το χαρακτηρισμό της ως «σταυροδρόμι των λαών», δέχτηκε διαδοχικά τις καταστροφικές επιθέσεις των Οστρογότθων, των Σλάβων και των Αβάρων, για να επανέλθει στο Βυζάντιο που αναλαμβάνει την επανοικοδόμησή της. Από τα τέλη του 7ου αιώνα γίνεται βόρειο σύνορο του Βυζαντίου με τους εγκατεστημένους Βουλγάρους και τόπος μεγάλων μαχών λόγω της δύσκολης στρατηγικής θέσης της. Αποκορύφωμα αυτών ήταν η βύθιση του στόλου του Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρώνυμου, αποτελούμενου από 2600 πλοία που έπλεαν προς την Αγχίαλο. Στα 783 η Ειρήνη η Αθηναία αποκαθιστά την οχύρωση και τις καταστροφές της πόλης. Όμως στα 813 κατακτάται προσωρινά από τους Βουλγάρους μέχρι το 864 που επανέρχονται οι Βυζαντινοί.
Στις 20 Αυγούστου 917 έλαβε χώρα κοντά στην πόλη η μάχη της Αγχιάλου, μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες του Τσάρου Συμεών, ο στρατός του οποίου νίκησε τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό του Λέοντος Φωκά. Η Βουλγαρία κράτησε τον έλεγχο της πόλης ως το 971, οπότε οι Βυζαντινοί την ανακατέλαβαν και τη διατήρησαν για δυο αιώνες. Μετά την εκ νέου δημιουργία του Κράτους των Βουλγάρων, η πόλη άλλαξε χέρια πολλές φορές, μέχρις ότου κατελήφθη από τους Ενετούς τον Οκτώβριο του 1366.
Η πόλη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1453, μαζί με την Κωνσταντινούπολη. Έγινε έδρα μητρόπολης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και συνέχισε να αποτελεί πολιτιστικό, θρησκευτικό, οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής ως τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς εκεί είχαν εγκατασταθεί αρκετές αρχοντικές οικογένειες της Πόλης μετά την Άλωση. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες κατάγονταν από την Αγχίαλο: Ο Μιχαήλ Γ΄ και ο Ιερεμίας Β΄ Τρανός.
Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1828-1829, η Αγχίαλος κατελήφθη από ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες παρέμειναν εκεί για έναν χρόνο. Την εποχή εκείνη, ο πληθυσμός της πόλης αποτελούνταν από Έλληνες και λίγους Βουλγάρους, αριθμούσε περίπου 5-6.000 και είχε έξι ορθόδοξες εκκλησίες και ένα τζαμί. Το 1856 θεμελιώθηκε η Μονή του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται κοντά στην πόλη.
Η Αγχίαλος ελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς στα 1878 και αποτέλεσε τμήμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ως τη Βουλγαρική Επανένωση του 1886. Από τη χρονιά εκείνη άρχισαν να διαφαίνονται οι εθνικιστικές διαθέσεις των Βουλγάρων κατοίκων και επισκεπτών της πόλης. Στα 1897 έγιναν τα θυρανοίξια της μεγάλης εκκλησίας της Παναγίας από το Μητροπολίτη Αγχιάλου Βασίλειο Β΄. Η εκκλησία ήταν αντίγραφο του ναού της Αγίας Τριάδας στην Κωνσταντινούπολη. Είχε 30 μέτρα ύψος με κολόνες διαμέτρου άνω των 2 μέτρων. Κόστισε 16.000 χρυσά φράγκα και έγινε με δαπάνη του κληροδοτήματος Καρυάνδη και με εισφορές των Αγχιαλιτών. Οι πλούσιοι «τσορμπατζήδες» ήταν αντίθετοι με την ανέγερση της εκκλησίας. Η φτωχολογιά ήταν με το μέρος του Δεσπότη και ήθελε το μεγαλοπρεπή ναό. Η ανέγερση τόσο λαμπρής εκκλησίας εξήψε περισσότερο το Βουλγαρικό φανατισμό που υποθαλπόταν και από την εχθρότητα της Βουλγαρικής Εξαρχίας σε βάρος του Πατριαρχείου Κων/πόλεως σε μια εποχή έξαρσης του Μακεδονικού ζητήματος.
Στα 1905 με πρωτοβουλία των Βουλγαρικών Κομιτάτων, και ενώ η Βουλγαρική εισβολή στη Μακεδονία φαίνεται να βρίσκει ισχυρή αντίσταση, οργανώνονται συλλαλητήρια στις πόλεις της Βόρειας Θράκης με ελληνικό πληθυσμό. Τα επεισόδια κορυφώνονται τον Ιούνιο του 1906 στη Βάρνα κατά την έλευση του νέου μητροπολίτη Νεόφυτου που προπηλακίζεται από το πλήθος των Βουλγάρων. Στις 15 Ιουλίου γίνεται ένοπλο συλλαλητήριο στη Φιλιππούπολη με βιαιοπραγίες, καταστροφές περιουσιών και προπηλακισμούς του ελληνικού στοιχείου. Λεηλατείται η ελληνική συνοικία και καταστρέφονται εκκλησίες και σχολεία. Ακολουθούν τα ίδια στο Παζαράκη, στην Περιστερά, στη Στενήμαχο, στον Αετό, στο Καρνομπάτ, στην Ιάμπολη την Αγαθόπολη και την Σωζόπολη.

Όμως το αποκορύφωμα όλων των καταστροφών υπήρξε το Ολοκαύτωμα της Αγχιάλου. Επί μέρες η αρχαία ελληνική πόλη δέχεται την επίθεση 300 ένοπλων βουλγάρων ατάκτων που υποστηρίζονται από το γειτονικό τουρκικό τζαμί. Οι Αγχιαλίτες οχυρώνονται στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου και μάχονται ηρωϊκά. Μπροστά στην αντίσταση των Αγχιαλιτών οι Βούλγαροι βάζουν σε ενέργεια ύπουλο σχέδιο για την παραδειγματική τιμωρία της πόλης.
Τα ξημερώματα της 30ης Ιουλίου 1906 και ενώ όλη τη νύχτα φυσούσε δυνατός αέρας, εκδηλώνεται πυρκαγιά (δηλ. πυρπόληση) στα ξύλινα σπίτια της ελληνικής συνοικίας. Συμπτωματικά οι αντλίες της πυροσβεστικής βρίσκονται άδειες. Πολύ γρήγορα η πυρκαγιά αποτεφρώνει το μεγαλύτερο τις περισσότερες ξύλινες κατοικίες της πόλης. Οι φλόγες έφταναν ψηλά στον ουρανό και ήταν ορατές από τα σπίτια του Πύργου και της Σωζόπολης για εκφοβισμό των υπόλοιπων Ελλήνων. Όταν ξημέρωσε, μια πόλη 2400 χρόνων ήταν ένα παχύ στρώμα τέφρας. Ο Μητροπολίτης και οι πρόκριτοι φυλακίσθηκαν και 79 Έλληνες έπεσαν μαχόμενοι υπέρ των προγονικών εστιών. Ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης παρέμεινε στα αποκαϊδια μέχρι να μεταφερθεί σε ασφαλή ελληνική γη.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων εγκατέλειψε την προγονική γη και εγκαταστάθηκε
στην Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας και στην Αγχίαλο Θεσσαλονίκης ή σκόρπισε στην
Ελληνική Διασπορά, κυρίως στην Αμερική, τελώντας κάθε χρόνο τελετής μνήμης
του Ολοκαυτώματος της προγονικής πατρίδας. Σήμερα ο Δήμος Νέας Αγχιάλου είναι
αδελφοποιημένος με τον Δήμο Αγχιάλου (Βουλγαρικής Πομόριε) και η νεολαία
στο μεγαλύτερό της τμήμα μαθαίνει την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου